18 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011

FYROM: Οι γαλάζιες γραμμές
που πρέπει να εφαρμοστούν

Άρθρο του Ανδρέα Ψυχάρη, διπλωματικού συμβούλου του Α. Σαμαρά

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης έφερε ξανά στο προσκήνιο ένα σημαντικό θέμα, το οποίο ταλανίζει την πατρίδα μας για πλέον 20 χρόνια, ένα θέμα το οποίο όχι μόνο προσβάλλει τον Ελληνισμό, την Ιστορία και την κληρονομιά μας, αλλά ακόμη σπουδαιότερα
υποκρύπτει μια χρόνια και καλά σχεδιασμένη πολιτική επεκτατικότητας και εδαφικής αμφισβήτησης. Μιας πολιτικής που, εάν εφαρμοζόταν από ένα μεγαλύτερο κράτοςέναντι ενός μικρότερου, θα επέσυρε την οργή της διεθνούς κοινότητας.
Κι όμως η ΠΓΔΜ σήμερα ασκείτην πολιτική που περιέχει τους βασικούς άξονες μιαςάλλης, που έσπειρε το μίσος και κατέληξε σε πόλεμο. Το μέγεθοςτης ΠΓΔΜ ευτυχώς δεν μπορεί να επιφέρει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα όμως, το ίδιο μέγεθος είναι αυτό που της προσφέρει την ευμενή μεταχείρισή της από τη διεθνή κοινότητα.
Αλλωστε και η Ελλάδα τήςέχει προσφέρει μια ιδιαίτερα ευνοϊκή ενδιάμεση συμφωνία, που της επιτρέπει να εκμεταλλεύεται στο μέγιστο τη διάθεση της πατρίδας μας να βρεθεί μια λύση - και αυτό, παρά το γεγονός ότι παραβιάζει κατ' εξακολούθηση βασικές παραμέτρους της εν λόγω συμφωνίας.
Κάποια στιγμή, όμως, θα πρέπει να τραβηχτούν οι γαλάζιες γραμμές και να τηρηθούν και από την ΠΓΔΜ οι στοιχειώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου. Θα ήτο, επίσης χρήσιμο η Π ΓΔΜ να μελετήσει εις βάθος τις προβλέψεις και υποχρεώσεις της ΕνδιάμεσηςΣυμφωνίας σεβασμός κυριαρχίας εδαφικής ακεραιότητας μη διεκδίκηση μέρους εδαφικής επικράτειας λήψη αποτελεσματικών μέτρων επιθετικής προπαγάνδας κ.τ.λ.
Ο σκοπός της Ενδιάμεσης Συμφωνίας ήταν να υπάρξει ένα modus viventi μέχρι της επίλυσης του θέματος της οριστικής ονομασίας της ΠΓΔΜ. Ως εκ τούτου, η διαπραγμάτευση θα πρέπει να είναι και από την πλευρά της ουσιαστική και ειλικρινής. Δεν διαπραγματευόμαστε προκειμένου να θεμελιωθεί διά της παρόδου του χρόνου και της αποφυγής η ονομασία που προσπαθούν αυθαίρετα να επιβάλουν.
Ας υπενθυμίσουμε τις γαλάζιες γραμμές: μια και μόνο μια ονομασία -erga omnes – για όλες τις χρήσεις. Μια ονομασία η οποία δεν περιέχει οιαδήποτε σκιά η ίχνος αλυτρωτισμού. Μια ονομασία η οποία επιδεικνύει σεβασμό στα γειτονικά κράτη και στην ιστορία τους - συμπεριλαμβανομένης φυσικά της δικής μας. Μια ονομασία αλλά και μια εν γένει συμπεριφορά η οποία επιδεικνύει ότι, πράγματι, η ΠΓΔΜ επιθυμεί να διαδραματίσει έναν υπεύθυνο ρόλο στην περιοχή μας. Η ΠΓΔΜ θα πρέπει να τερματίσει κάθε είδους προπαγάνδα και να τερματίσει, επίσης την πολιτική αλυτρωτισμού. Μέχρι τώρα η ΠΓΔΜ έχει αποφύγει εηιμελώςνα παρουσιάσει έστω και μια πρόταση, ένα έστω όνομα με το οποίο θα άλλαζε τη συνταγματική της ονομασία.
Σήμερα και με τον πιο εηίσημο τρόπο, διά της ετήσιας ομιλίας του Π ροέδρου της χώρας προς το Κοινοβούλιο της Π ΓΔΜ, επιδεικνύει μια άκρως προκλητική και εθνικιστική στάση, ισχυριζόμενος ότι «κάναμε ό,τι χρειάσθηκε, ό,τι ζητήθηκε από εμάς (...) Η ταυτότητα, η γλώσσα, ο πολιτισμός και το Σύνταγμα δεν θέλουμε και δεν χρειάζεται να συζητάμε (...) Δεν πρόκειται στο μέλλον να αποδεχτώ έκθεση, στην οποία δεν γίνεται σεβαστή η μακεδόνικη γλώσσα και ταυτότητα (...)
Κανείς σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορείνα μας αφαιρέσει το συνταγματικό μας όνομα».
Είναι, πλέον, εμφανές ότι η ΠΓΔΜ προσέρχεται οτις διαπραγματεύσεις αλλά για τυπικούς και μόνο λόγους και ουσιαστικά προσπαθώνταςνα παραπλανήσει τη διεθνή κοινότητα.
Από την πλευρά μας έχουμε επιδείξει μια ιώβεια υπομονή. Διαπραγματευόμαστε καλή τη πίστη, δεν προκαλούμε και, πιο σημαντικό, επιθυμούμε μια πραγματική και δίκαια για όλα τα μέρη λύση. Ομως η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Το άρθρο 23, παράγραφος2 προβλέπει τερματισμό της ΕνδιάμεσηςΣυμφωνίας μια συμφωνία που -πρέπει να επανατονισθεί- είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την ΠΓΔΜ. θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε τι θα γινόταν σε περίπτωση τερματισμού εφαρμογής της.
Οι γαλάζιες γραμμές θα πρέπει να γίνουν αηολύτως κατανοητές από την ΠΓΔΜ. Η ώριμη συμπεριφορά και η πραγματική αρωγή (διά της Ενδιάμεσης Συμφωνίας) που της προσφέρουμε  ας μην ερμηνεύεται ως αδυναμία μας αλλά ως υπευθυνότητα έναντι μιας εθνικιστικής ηγεσίας και κατεστημένου που, εντέλει, όχι μόνο έχουν μηδαμινή προσφορά για την επίλυση του προβλήματος, αλλά ουσιαστικά την υπονομεύουν.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Real News», 18 Δεκεμβρίου 2011