25 ΣΕΠΥΕΜΒΡΙΟΥ 2018


ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΛΛΙΣ


Ο κ. Ζάεφ και οι Έλληνες


Το κρίσιμο δημοψήφισμα της ερχόμενης Κυριακής στην ΠΓΔΜ είναι το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας πλήρους ομαλοποίησης των σχέσεων Αθηνών - Σκοπίων. Είναι μια εξέλιξη που με τους εκατέρωθεν σωστούς χειρισμούς μπορεί να αποφέρει οφέλη και στις δύο χώρες, οι οποίες έχουν κάθε λόγο να επιδιώξουν τη δημιουργία ενός άξονα συνεργασίας στην καρδιά των Βαλκανίων. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών, τον περασμένο Ιούνιο, και εφόσον υπερψηφισθεί αυτή από την πλειοψηφία του λαού της γειτονικής χώρας, θα φθάσουμε στο τρίτο βήμα, την αναθεώρηση του συντάγματος της ΠΓΔΜ.

Αλλά για να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να εφαρμοσθούν όλες οι πτυχές της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της ένταξης της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, πρέπει να υλοποιηθεί με επιτυχία και το τέταρτο στάδιο, αυτό της έγκρισης της συμφωνίας από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να βοηθήσουν πολλοί. Μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο Ζόραν Ζάεφ, ο οποίος τελευταία με τη συμπεριφορά του κάνει ό,τι μπορεί για να δυσχεράνει την έγκριση από την Ελλάδα.

Ο πρωθυπουργός της δυνητικά στενής φίλης και συμμάχου χώρας, με τις επαναλαμβανόμενες υπερβολές περί «μιας Μακεδονίας» δεν υπηρετεί αυτό που θα έπρεπε να είναι ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος του. Γνωρίζει ότι η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας μοιράζεται μεταξύ της Ελλάδας (50%) που ταυτίζεται περίπου με τα όρια της Μακεδονίας των κλασικών χρόνων, της χώρας του (40%) και της Βουλγαρίας (10%). Η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας αποτελεί τη βάση για μια συμπληρωματική και όχι συγκρουσιακή συνύπαρξη με την Ελλάδα που θα ωφελήσει σημαντικά τη χώρα του. Η δημιουργία ενός άξονα Αθήνας - Σκοπίων όχι μόνο θα λειτουργήσει σταθεροποιητικά για την πάντα εύφλεκτη Βαλκανική, αλλά θα αναβαθμίσει γεωπολιτικά και θα ενισχύσει οικονομικά την περίκλειστη ΠΓΔΜ.

Προφανώς, άμεσος στόχος του κ. Ζάεφ είναι να υπερψηφισθεί η συμφωνία στο δημοψήφισμα. Αλλά δεν πρέπει να αγνοεί δύο άλλες παραμέτρους: πρώτον, ότι πρέπει να υπερψηφισθεί και από την ελληνική Βουλή και, δεύτερον, και σημαντικότερο, ότι με αυτή τη συμφωνία θα κληθούμε να συμβιώσουμε οι δύο λαοί και να συνεργασθούμε. Για να συμβεί αυτό χωρίς τριβές και να υπάρξουν στρατηγικά οφέλη, πρέπει να προσεγγίσει τον ελληνικό λαό, κάτι που δεν επιτυγχάνει με τη διολίσθηση σε εθνικιστικές υπερβολές.


ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25 Σεπτεμβρίου 2018