14 ΙΟΥΛΙΟΥ 1907

Αυτοκτονεί στο καμπαναριό της εκκλησίας της Ευαγγελιστρίας, συνοικίας των Σερρών, ο οπλαρχηγός Μακεδονομάχος Δημήτριος Γκογκολάκης (Μητρούσης) για να μη συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους, όταν τελείωσαν τα φυσίγγιά του. Η ομάδα Μητρούση κρυβόταν σε σπίτι της συνοικίας Κάτω Καμενίκια και προδόθηκε στους Τούρκους, που έφθασαν αμέσως. Στην 7ωρη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν δύο αντάρτες, ενώ άλλοι δύο (Γιοβάνης και Παναγιώτου) συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ( τους κρέμασαν στις 7 Δεκεμβρίου 1907 σε πλατεία των Σερρών ).
Την ίδια μέρα στο χωριό των Σερρών Εμμανουήλ Παπάς ( τότε Δοβίστα ), σκοτώθηκαν σε πεντάωρη μάχη ο Ανδρέας Στενημαχίτης – Μακούλης και οκτώ αντάρτες του. Το χωριό Δοβίστα υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα προπύργια του Μακεδονικού Αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία. Για τον Μακεδονομάχο Μητρούση θα μεταφέρουμε εδώ ένα απόσπασμα από το έργο του Γεωργίου Μόδη “Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία”, εκδ. Β’ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
< Με τον θάνατό του αναδείχτηκε ό Μητρούσης “ό ήρως των ηρώων”. Είχε, φαίνεται, την φιλοδοξία ό αγράμματος και αφελής χωρικός να εξασφαλίση τον ενδοξότερο και θεαματικότερο θάνατο. Απ’ το ύψος του καμπαναριού μονομάχησε έξι ώρες με ολάκερη μεραρχία, ενώ κατάπληκτη μιά πόλη παρακολουθούσε με δέος τον υπέροχο αγώνα. Πλήρωσαν πολύ ακριβά και οι Τούρκοι το αποτέλεσμα. Είχαν περισσότερους από τριάντα πέντε νεκρούς. Αναγκάστηκε και ή τουρκική Πρεσβεία Βιέννης στις 25 Ιουλίου του 1907 να διαψεύση ότι είχαν οι Τούρκοι πολύ βαρειές απώλειες στη συμπλοκή με τον Μητρούση. Ο πολιτευτής και συγγραφέας των Σερρών κ. Π. Πέννας παρακολούθησε ως αυτόπτης μάρτυρας την κηδεία των τριάντα πέντε Τούρκων στρατιωτών στα τούρκικα μνήματα του λόφου Μουσάλα. Τις επιβεβαιώνει και ή όλη στάση των Τούρκων. Καταδίκασαν σε θάνατο τούς δυό τραυματίες αιχμαλώτους, ενώ ήταν άπλοί οπλίτες. Ο Νίκος Παναγιώτου μάλιστα, πού είχε μπή στη Μακεδονία πριν λίγες μόλις βδομάδες και δεν βαρυνόταν με κανένα προσωπικό έγκλημα, έπρεπε το πολύ να τιμωρηθή με απλή φυλάκιση λίγων χρόνων. Αυτή τουλάχιστον ή αρχή είχεν επικρατήσει ως τότε στη νομολογία των Εκτάκτων Δικαστηρίων. Αναδείχτηκαν αντάξιοι του αρχηγού τους οι Γιοβάνης Ούρδας και Νίκος Παναγιώτου. Μπροστά από τις δυό κρεμάλες ζητωκραύγαζαν για την Ελλάδα και έβριζαν τους Τούρκους. Όλος ό ελληνικός πληθυσμός των Σερρών ήταν στο πόδι. Οι Σερραίοι μάλιστα εκείνη τη μέρα σε ένδειξη διαμαρτυρίας έκλεισαν όλα τα καταστήματα. Ερημώθηκε ή αγορά και όλη ή πόλη. Οι Τούρκοι ξέσπασαν στον Μητροπολίτη και ζητούσαν από το Πατριαρχείο την ανάκλησή του. Δεν άφησαν επίσης να παρακολουθήση και κανένας την κηδεία του Μητρούση και των δυό συντρόφων του. Είχαν συγκεντρωθή και πολλές γυναίκες. Ο μουσικοσυνθέτης και ποιητής Αιμίλιος Ριάδης πού σπούδαζε τότε στο Μόναχο έγραψε ένα ποίημα για το θάνατο του Μητρούση από εξήντα εξάστιχες στροφές. Αρχίζει: «Γλυκά σιγοσβύνει τής μέρας τ’ αστέρι». Ετοίμαζε και ορατόριο αφιερωμένο στον ήρωα των Σερρών. Είχε πάθει, όπως έλεγαν τότε οι φίλοι του, αληθινή «Μητρουσίτιδα».>
Ο Μητρούσης έγινε και... λαϊκό ανάγνωσμα της εποχής. Το ΕΜΠΡΟΣ δημοσίευσε μερικές μέρες μετά την αυτοκτονία, ένα ανάγνωσμα σε συνέχειες, από μία των οποίων αντιγράφομε ένα απόσπασμα.
<Ο Μήτρος Γκογκολάκης, ο οποίος εφονεύθη με τα παλληκάρια του εις τα Σέρρας, μαχόμενος εναντίον χιλιάδων τουρκικού στρατού, αποτελεί την δυνατωτέραν εκδήλωσιν του μίσους κατά των Βουλγάρων, μίσους, με το οποίον αυτοί οι ίδιοι δια των απαισίων δολοφονιών των επλήρωσαν την ψυχήν του, η οποία ουδέποτε εγνώρισε τι σημαίνει φόβος. Κατήγετο από το χωρίον Χομόντον και ήτο μόλις 26-27 ετών. Αλλ΄ ήτο αθλητικών διαστάσεων από της εφηβικής ακόμη ηλικίας και ατρόμητος όσον ουδείς άλλος εκ των συγχωρίων του. Ταχέως είχεν αποκτήσει την φήμην του παλληκαρά, δια πράξεων παρατόλμων, τας οποίας άλλοι ουδέ να διανοηθούν ηδύναντο. Αυτοί οι Τούρκοι εις το όνομα του Μητρούση κατελαμβάνοντο υπό φόβου. Ουδέ αστυνόμοι, ουδέ στρατιώται ετόλμων να θέσουν χείρα επ΄ αυτού... Τον Μητρούσην τον κατέτρυχε διαρκώς μία βαθυτάτη θλίψις. Είχε συγγενείς Βουλγαρόφρονας. Επί τη ιδέα αυτή κατελαμβάνετο υπό μανίας και δεν ήξευρε τι να πράξη. Αυτός ο αδελφός της μητρός του μετά της συζύγου και των τέκνων του ειργάζετο υπέρ των βουλγαρικών συμμοριών. Προσεπάθησε να τον μεταπείση, αλλ΄ αυτός επέμενε. Και ο Μητρούσης ελύσσα, εσκέπτετο όμως την μάννα του και δεν προέβαινεν εις εκείνο εις το οποίον τον παρώρμα η κοχλάζουσα καρδία του. “ Θα τον έσφαζα” είπε μια μέρα εις τον φίλον του τον Βάνια, “ αλλά θα με καταρασθή η μάννα μου, μωρέ Βάνια, και δεν είναι καλό πράμμα αυτό.">