22 ΜΑΪΟΥ 334 π. Χ.

Η μάχη του Γρανικού. Ως μάχη του Γρανικού εννοείται η πρώτη σύγκρουση του εκστρατευτικού σώματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που δόθηκε παρά τον Γρανικό ποταμό. Ο Γρανικός είναι ποταμός της Μικράς Ασίας, που πηγάζει από το όρος Ίδη και εκβάλλει στον Ελλήσποντο. Με τη νίκη του στο Γρανικό ο Αλέξανδρος έγινε κύριος της Μικράς Ασίας, ελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις, έθεσε υπό τον έλεγχό του τα Μικρασιατικά παράλια και άνοιξε τις πύλες των κατακτήσεών του στην Ασία. Η τελική έκβαση της μάχης αυτής και η νίκη έδωσε στον Αλέξανδρο στρατηγικής σημασίας πλεονέκτημα για την προέλαση του μακεδονικού σώματος και των Ελλήνων συμμάχων του.
Ο Αλέξανδρος είχε ξεκινήσει στις αρχές Μαΐου από την Πέλλα με το στρατό του και στόλο 160 πλοίων με στρατηγούς τους Παρμενίωνα, Φιλώτα, Κρατερό, Κλείτο και Ηφαιστίωνα. Δια μέσου της Θράκης φθάνει στον Ελλήσποντο, όπου τον ανέμενε ο στόλος του, ο οποίος διαπεραίωσε τις δυνάμεις του στη Μικρά Ασία. Από τον Αρριανό, που έχει μια συγκλονιστική περιγραφή της μάχης του Γρανικού – της πρώτης της μακεδονικής εκστρατείας - αντλούμε τις περαιτέρω πληροφορίες που θα καταγράψουμε.

Οι Πέρσες παρακολουθούσαν την πορεία του Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία. Στρατηγοί των Περσών ήταν ο Αρσάμης, ο Ρεομίθρης, ο Πετήνης, ο Νιφάτης, ο Σπιθριδάτης – ο κυβερνήτης της Λυδίας και της Ιωνίας – και ο Αρσίτης, υποδιοικητής της παρά τον Ελλήσποντο Φρυγίας. Μαζί τους ήταν ακόμη ο Μέμνων ο Ρόδιος, ένας ικανότατος Έλληνας στρατηγός στην υπηρεσία του Πέρσου βασιλιά. Όταν η μακεδονική στρατιά πλησίασε στον Γρανικό, πληροφορήθηκαν ότι οι Πέρσες είχαν παραταχθεί στην απέναντι όχθη του ποταμού, έτοιμοι για μάχη. Έτσι και ο Αλέξανδρος παρέταξε και το δικό του στράτευμα. Ο Παρμενίων του συνέστησε να διαβούν τον ποταμό και να επιτεθούν τα χαράματα της επομένης μέρας. Και ο Αλέξανδρος του απάντησε, όπως γράφει ο Αρριανός, ως εξής:  <Αισθάνομαι εντροπήν, ενώ επέρασα τον Ελλήσποντον ευκόλως, αυτό εδώ, το ασήμαντον ρυάκιον – διότι έτσι με αυτό το όνομα εξηυτέλισε τον Γρανικόν – να μας εμποδίση να μη περάσωμεν όπως είμεθα. Και τούτο δεν θεωρώ άξιον της δόξης των Μακεδόνων, ούτε άξιον της ιδικής μου ορμητικότητος έναντι των κινδύνων. Νομίζω ότι θα αναθαρρήσουν οι Πέρσαι ότι δήθεν είναι αντάξιοι αντίπαλοι των Μακεδόνων, διότι μέχρι αυτού του χρόνου ουδέν άξιον του φόβου των έπαθον.> Στη συνέχεια ο Αρριανός περιγράφει με λεπτομέρειες την παράταξη των δύο στρατευμάτων, σημειώνοντας ότι
<των Περσών οι ιππείς ήσαν περίπου είκοσι χιλιάδες, τα δε ξένα μισθοφορικά στρατεύματα ολίγον υπολειπόμενα των είκοσι χιλιάδων,> και ότι στο σημείο που ήταν ο Αλέξανδρος, οι Πέρσες <παρέταξαν πυκνά τάγματα των ιππέων, πλησίον της όχθης του ποταμού>. Και άρχισε η μάχη. Οι πρώτοι Μακεδόνες που συνεπλάκησαν με τους Πέρσες < αγρίως κατεσφάγησαν υπ΄ αυτών> όταν πλησίασε ο Αλέξανδρος. Και ο Αρριανός περιγράφει: < Επέπεσε πρώτος εναντίον των Περσών, εκεί όπου ήτο παρατεταγμένη εις πυκνόν και συμπαγή σχηματισμόν ολόκληρος η παράταξις του ιππικού και ευρίσκοντο οι ίδιοι οι αρχηγοί των Περσών. Τότε περί τον Αλέξανδρον συνήφθη μάχη λυσσώδης. Κατά την ορμήν της μάχης συνετρίβη το δόρυ του Αλεξάνδρου και εζήτησε άλλο. Ευθύς ως έλαβε τούτο ανά χείρας και είδε τον Μυθριδάτην, τον γαμβρόν του Δαρείου, έφιππον να επελαύνη πολύ προ των άλλων και να οδηγή συγχρόνως εις σχηματισμόν εμβόλου την τάξιν των ιππέων, ίππευσε και αυτός μεθ΄ ορμής προ των άλλων και αφού εκτύπησε με το δόρυ τον Μιθριδάτην εις το πρόσωπον τον έρριψεν εις το έδαφος. Εν τω μεταξύ επέπεσε κατά του Αλεξάνδρου έφιππος ο Ροισάκης και εκτύπησε με το βαρύ ξίφος την κεφαλήν του Αλεξάνδρου. Ένα μέρος της περικεφαλαίας απεκόπη διότι αυτή εδέχθη το κτύπημα, αλλά ο Αλέξανδρος κατέρριψε και αυτόν εις το έδαφος, αφού τον εκτύπησεν με την αρχήν του δόρατος εις το στήθος διατρυπήσας τον θώρακα. Κατ΄ αυτήν την στιγμήν ο Σπιθριδάτης είχε υψώσει απειλητικώς το βαρύ ξίφος όπισθεν και υπεράνω της κεφαλής του Αλεξάνδρου, αλλά προφθάσας αυτόν ο Κλείτος, ο υιός του Δρωπίδου, τον εκτύπησεν εις τον ώμον, και απέκοψε τον ώμον του Σπιθριδάτου μαζί με το βαρύ ξίφος.... Οι Πέρσαι εκτυπούντο ήδη από όλα τα μέρη εις τα πρόσωπα, οι ίδιοι και οι ίπποι των, με τας αιχμάς των δοράτων, και εσπρώχνοντο υπό των ιππέων, υφιστάμενοι πολλάς φθοράς. Τότε ετράπησαν εις φυγήν, στρέψαντες τα νώτα κατ΄ αρχήν εις εκείνο το σημείον, όπου ο Αλέξανδρος με κίνδυνον της ζωής του εμάχετο εις την πρώτην γραμμήν. Ευθύς δε ως υπεχώρησε το κέντρον της παρατάξεώς των, διεσπάσθησαν από την γραμμήν της μάχης αι δύο πτέρυγες του ιππικού, και η φυγή των Περσών υπήρξε ακατάσχετος. Εκεί εφονεύθησαν εκ των Περσών περίπου χίλιοι ιππείς, ενώ εναντίον της πυκνής φάλαγγας του κέντρου, που παρέμενε όπου το πρώτον είχε παραταχθεί, επέπεσεν το ιππικόν από όλα τα μέρη και εντός ολίγου τους κατέκοψεν, ώστε ουδείς διεσώθη, εκτός εάν κανείς διέφυγε την προσοχήν, κείμενος μεταξύ των νεκρών. Ηχμαλωτίσθησαν συνολικώς περί τας δύο χιλιάδας. Έπεσαν εις το πεδίον της μάχης και ωρισμένοι αρχηγοί των Περσών: ο Νιφάτης, ο Πετίνης, ο Σπιθριδάτης, ο Μιθροβουζάνης, ο Μυθριδάτης, ο Αρβουπάλης ο υιός του Δαρείου του Αρταξέρξου, ο Φαρνάκης ο αδελφός της γυναικός του Δαρείου και ο αρχηγός των μισθοφόρων Ωμάρης. Ο Αρσίτης διασωθείς εκ της μάχης κατέφυγεν εις την Φρυγίαν, εκεί δε – ως διαδίδεται – ηυτοκτόνησε, επειδή ενόμιζε ότι έγινε αίτιος της συμφοράς των Περσών. ( Σ. Σ. Ο Αρσίτης θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο της συμφοράς γιατί στο πολεμικό συμβούλιο των Περσών, που έγινε πριν από τη μάχη, είχε αντίθετη γνώμη από τον Μέμνονα, ο οποίος είχε προτείνει να μη μείνουν να πολεμήσουν εκεί οι Πέρσες, αλλά να υποχωρήσουν καίγοντας όλα τα σπίτια και τρόφιμα στην περιοχή. Με τη γνώμη του Αρσίτη συμφώνησαν όλοι οι Πέρσες στρατηγοί, παρέμειναν, πολέμησαν και ηττήθησαν. Ο Μέμνων μετά την ήττα κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψη και διέφυγε στα νησιά του Αιγαίου, προσπαθώντας να τα ξεσηκώσει σε εξέγερση κατά του Αλεξάνδρου. Πέθανε ενώ πολιορκούσε την Μυτιλήνη.) Εκ των Μακεδόνων, των βαρέως ωπλισμένων ιππέων εφονεύθησαν περίπου είκοσι πέντε, κατά την πρώτην σύγκρουσιν, προς τιμήν των οποίων χάλκινα αγάλματα εστήθησαν εις το Δίον, εκ των άλλων ιππέων εφονεύθησαν άνω των εξήντα και περίπου τριάντα πεζοί. Την επομένην ο Αλέξανδρος έθαψε τους νεκρούς μαζί με τον οπλισμόν των και με άλλας τιμάς, ως επίσης τους αρχηγούς των Περσών και τους μισθοφόρους Έλληνας, οι οποίοι εφονεύθησαν πολεμώντες παρά το πλευρόν των εχθρών.... Εις τας Αθήνας απέστειλε τριακοσίας περσικάς πανοπλίας δια να είναι αφιέρωμα προς τιμήν της Αθηνάς εντός της ακροπόλεως και έδωσεν εντολήν να αναγραφή εις αυτάς, το εξής επίγραμμα: Ο Αλέξανδρος, ο υιός του Φιλίππου και οι Έλληνες πλην των Λακεδαιμονίων, αφιερώνουν ως λάφυρα κυριευθέντα από τους βαρβάρους, οι οποίοι κατοικούν την Ασίαν.> Αξίζει να σημειώσουμε ότι το επίγραμμα αυτό αποτελεί μια σκληρή απάντηση του Αλεξάνδρου προς τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν μαζί του κατά των Περσών, γιατί ήταν πατροπαράδοτο σ΄ αυτούς να μη ακολουθούν άλλους, αλλά να ηγούνται άλλων. Οι τριακόσιες πανοπλίες που ο Αλέξανδρος αφιέρωσε στην ακρόπολη των Αθηνών, αναρτήθηκαν στην ανατολική πλευρά του Παρθενώνα, όπου και σήμερα διακρίνονται τα ίχνη από τα καρφιά. Στη φωτογραφία τοιχογραφία με αναπαράσταση σκηνής της μάχης.